αιρέσιμος

αιρέσιμος
-η, -ο (Α αἱρέσιμος, -ον) [< αἱροῡμαι]
νεοελλ.
εκλέξιμος
[< αἱρῶ]
αρχ.
αυτός που είναι δυνατόν να κυριευθεί, αλώσιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αἱρέσιμον — αἱρέσιμος that can be taken masc/fem acc sg αἱρέσιμος that can be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”